Translation meaning & definition of the word "hallway" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "μακριά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hallway
[Διάδρομος]/hɔlwe/
noun
1. An interior passage or corridor onto which rooms open
- "The elevators were at the end of the hall"
- synonym:
- hallway ,
- hall
1. Ένα εσωτερικό πέρασμα ή διάδρομο στο οποίο ανοίγουν τα δωμάτια
- "Οι ανελκυστήρες ήταν στο τέλος της αίθουσας"
- συνώνυμο:
- διάδρομος ,
- αίθουσα