Translation meaning & definition of the word "halcyon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλκυών" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Halcyon
[Χάλκυον]/hælsiən/
noun
1. (greek mythology) a woman who was turned into a kingfisher
- synonym:
- Alcyone ,
- Halcyon
1. (ελληνική μυθολογία) μια γυναίκα που μετατράπηκε σε βασιλιά
- συνώνυμο:
- Αλκυόνη ,
- Χάλκυον
2. A large kingfisher widely distributed in warmer parts of the old world
- synonym:
- Halcyon ,
- genus Halcyon
2. Ένας μεγάλος αλιευτής διανέμεται ευρέως σε θερμότερα μέρη του παλαιού κόσμου
- συνώνυμο:
- Χάλκυον ,
- γένος Χάλκυον
3. A mythical bird said to breed at the time of the winter solstice in a nest floating on the sea and to have the power of calming the winds and waves
- synonym:
- halcyon
3. Ένα μυθικό πουλί είπε να αναπαραχθεί την εποχή του χειμερινού ηλιοστασίου σε μια φωλιά που επιπλέει στη θάλασσα και τα κύματα
- συνώνυμο:
- χάλκυον
adjective
1. Idyllically calm and peaceful
- Suggesting happy tranquillity
- "A halcyon atmosphere"
- synonym:
- halcyon
1. Ειδυλλιακά ήρεμη και ειρηνική
- Προτείνοντας ευτυχισμένη ηρεμία
- "Ατμόσφαιρα των χαλκυώνων"
- συνώνυμο:
- χάλκυον
2. Marked by peace and prosperity
- "A golden era"
- "The halcyon days of the clipper trade"
- synonym:
- golden ,
- halcyon ,
- prosperous
2. Χαρακτηρίζεται από ειρήνη και ευημερία
- "Μια χρυσή εποχή"
- "Οι ημέρες των αλκυονικών του εμπορίου των κλίπερ"
- συνώνυμο:
- χρυσός ,
- χάλκυον ,
- ευημερούσα