Translation meaning & definition of the word "hakim" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χακίμ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hakim
[Χακίμ]/hɑkim/
noun
1. A muslim ruler or governor or judge
- synonym:
- hakim
1. Ένας μουσουλμάνος ηγεμόνας ή κυβερνήτης ή δικαστής
- συνώνυμο:
- χακίμ
2. A muslim physician
- synonym:
- hakim ,
- hakeem
2. Ένας μουσουλμάνος γιατρός
- συνώνυμο:
- χακίμ ,
- χακέιμ