Translation meaning & definition of the word "hairy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τριχωτό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hairy
[Τριχωτό]/hɛri/
adjective
1. Having or covered with hair
- "Jacob was a hairy man"
- "A hairy caterpillar"
- synonym:
- hairy ,
- haired ,
- hirsute
1. Έχοντας ή καλύπτονται με τα μαλλιά
- "Ο ιακώβ ήταν ένας τριχωτός άνθρωπος"
- "Μια τριχωτή κάμπια"
- συνώνυμο:
- τριχωτόσ ,
- ενοικιαζόμενο ,
- απολαύσει
2. Hazardous and frightening
- "Hairy moments in the mountains"
- synonym:
- hairy
2. Επικίνδυνο και τρομακτικό
- "Γαλακτερές στιγμές στα βουνά"
- συνώνυμο:
- τριχωτόσ
Examples of using
I gave him a ride on my hairy motor-scooter.
Του έδωσα μια βόλτα με το τριχωτό μοτέρ-σκουπίδι μου.
Tom raised his hairy fist.
Ο Τομ σήκωσε την τριχωτή γροθιά του.
Tom doesn't have hairy arms.
Ο Τομ δεν έχει τριχωτά χέρια.