Translation meaning & definition of the word "hairline" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τελεφερίκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hairline
[Κομμωτήριο]/hɛrlaɪn/
noun
1. A very thin line
- synonym:
- hairline
1. Μια πολύ λεπτή γραμμή
- συνώνυμο:
- τρίχα
2. The natural margin formed by hair on the head
- synonym:
- hairline
2. Το φυσικό περιθώριο που σχηματίζεται από τα μαλλιά στο κεφάλι
- συνώνυμο:
- τρίχα