Translation meaning & definition of the word "hairdressing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μαργαριτάρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hairdressing
[Κομμωτήριο]/hɛrdrɛsɪŋ/
noun
1. A toiletry for the hair
- synonym:
- hairdressing ,
- hair tonic ,
- hair oil ,
- hair grease
1. Μια τουαλέτα για τα μαλλιά
- συνώνυμο:
- κομμωτήριο ,
- τονωτικό μαλλιών ,
- λάδι μαλλιών ,
- λίπος μαλλιών
2. Care for the hair: the activity of washing or cutting or curling or arranging the hair
- synonym:
- hair care ,
- haircare ,
- hairdressing
2. Φροντίδα για τα μαλλιά: η δραστηριότητα του πλυσίματος ή της κοπής ή της μπούκλας ή της τακτοποίησης των μαλλιών
- συνώνυμο:
- φροντίδα μαλλιών ,
- περιποίηση μαλλιών ,
- κομμωτήριο