Translation meaning & definition of the word "hairdo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρίχωμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hairdo
[Μαλτό]/hɛrdu/
noun
1. The arrangement of the hair (especially a woman's hair)
- synonym:
- hairdo ,
- hairstyle ,
- hair style ,
- coiffure ,
- coif
1. Η διάταξη των μαλλιών (ειδικά τα μαλλιά μιας γυναίκας)
- συνώνυμο:
- κόμμωση ,
- χτένισμα ,
- στυλ μαλλιών ,
- περιποίηση ,
- παπαγάλοσ