Translation meaning & definition of the word "hailstorm" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταιγίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hailstorm
[Καταιγίδα]/helstɔrm/
noun
1. A storm during which hail falls
- synonym:
- hailstorm
1. Μια καταιγίδα κατά την οποία πέφτει το χαλάζι
- συνώνυμο:
- χαλαζοπολεμική