Translation meaning & definition of the word "hail" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαλάζι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hail
[Χαλάζι]/hel/
noun
1. Precipitation of ice pellets when there are strong rising air currents
- synonym:
- hail
1. Καθίζηση των σβόλων πάγου όταν υπάρχουν ισχυρά ανερχόμενα ρεύματα αέρα
- συνώνυμο:
- χαιρετώ
2. Many objects thrown forcefully through the air
- "A hail of pebbles"
- "A hail of bullets"
- synonym:
- hail
2. Πολλά αντικείμενα ρίχνονται δυνατά μέσα από τον αέρα
- "Ένα χαλάζι από βότσαλα"
- "Ένα χαλάζι από σφαίρες"
- συνώνυμο:
- χαιρετώ
3. Enthusiastic greeting
- synonym:
- hail
3. Ενθουσιώδης χαιρετισμός
- συνώνυμο:
- χαιρετώ
verb
1. Praise vociferously
- "The critics hailed the young pianist as a new rubinstein"
- synonym:
- acclaim ,
- hail ,
- herald
1. Επαινέστε λεστικά
- "Οι κριτικοί χαιρέτισαν τον νεαρό πιανίστα ως νέο ρουμπινστάιν"
- συνώνυμο:
- αναγνωρίζω ,
- χαιρετώ ,
- χεράλδη
2. Be a native of
- "She hails from kalamazoo"
- synonym:
- hail ,
- come
2. Είμαι εγγενής στον
- "Χαιρετάει από το καλαμαζού"
- συνώνυμο:
- χαιρετώ ,
- ελάτε
3. Call for
- "Hail a cab"
- synonym:
- hail
3. Καλώ
- "Χαίρε ένα ταξί"
- συνώνυμο:
- χαιρετώ
4. Greet enthusiastically or joyfully
- synonym:
- hail ,
- herald
4. Χαιρετήστε με ενθουσιασμό ή χαρά
- συνώνυμο:
- χαιρετώ ,
- χεράλδη
5. Precipitate as small ice particles
- "It hailed for an hour"
- synonym:
- hail
5. Καθιζάνει ως μικρά σωματίδια πάγου
- "Χαιρέτησε για μια ώρα"
- συνώνυμο:
- χαιρετώ
Examples of using
His grandparents hail from Silesia.
Οι παππούδες του προέρχονται από τη Σιλεσία.
We marched under a hail of bullets.
Βαδίσαμε κάτω από ένα χαλάζι από σφαίρες.
The hail cracked the window.
Το χαλάζι έσπασε το παράθυρο.