Translation meaning & definition of the word "haggle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαγκαλιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Haggle
[Στάζω]/hægəl/
noun
1. An instance of intense argument (as in bargaining)
- synonym:
- haggle ,
- haggling ,
- wrangle ,
- wrangling
1. Ένα παράδειγμα έντονου επιχειρήματος (ας στη διαπραγμάτευση)
- συνώνυμο:
- παραλαβή ,
- παζαρεύω ,
- στριφογυρίζω
verb
1. Wrangle (over a price, terms of an agreement, etc.)
- "Let's not haggle over a few dollars"
- synonym:
- haggle ,
- higgle ,
- chaffer ,
- huckster
1. Καρφίτσα (πάνω από μια τιμή, τους όρους μιας συμφωνίας, κλπ.)
- "Ας μην παλεύουμε πάνω από μερικά δολάρια"
- συνώνυμο:
- παραλαβή ,
- παραλύω ,
- τσαλαπατέρασ ,
- παπαγάλοσ