Translation meaning & definition of the word "hag" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σωρός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hag
[Στενοχωρώ]/hæg/
noun
1. An ugly evil-looking old woman
- synonym:
- hag ,
- beldam ,
- beldame ,
- witch ,
- crone
1. Μια άσχημη κακιά γυναίκα
- συνώνυμο:
- χαγκ ,
- μπέλνταμ ,
- μπελντάμ ,
- μάγισσα ,
- κρόσσι
2. Eellike cyclostome having a tongue with horny teeth in a round mouth surrounded by eight tentacles
- Feeds on dead or trapped fishes by boring into their bodies
- synonym:
- hagfish ,
- hag ,
- slime eels
2. Ελληνικό κυκλόστομο που έχει μια γλώσσα με καυλωμένα δόντια σε ένα στρογγυλό στόμα που περιβάλλεται από οκτώ πλοκάμια
- Τρέφεται με νεκρά ή παγιδευμένα ψάρια με βαρετό στο σώμα τους
- συνώνυμο:
- αγριόγαλο ,
- χαγκ ,
- χέλια λάσπης