Translation meaning & definition of the word "hacksaw" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σκουριά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hacksaw
[Χάκσαου]/hæksɔ/
noun
1. Saw used with one hand for cutting metal
- synonym:
- hacksaw ,
- hack saw ,
- metal saw
1. Πριόνι που χρησιμοποιείται με το ένα χέρι για την κοπή μετάλλων
- συνώνυμο:
- παραλία ,
- πριόνι ,
- μεταλλικό πριόνι