Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "hack" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ευλογία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Hack

[Χαρακτηριστικά]
/hæk/

noun

1. One who works hard at boring tasks

    synonym:
  • hack
  • ,
  • drudge
  • ,
  • hacker

1. Εκείνος που δουλεύει σκληρά σε βαρετές εργασίες

    συνώνυμο:
  • επιτίθεμαι
  • ,
  • παρασυρόμενοσ
  • ,
  • χάκερ

2. A politician who belongs to a small clique that controls a political party for private rather than public ends

    synonym:
  • machine politician
  • ,
  • ward-heeler
  • ,
  • political hack
  • ,
  • hack

2. Ένας πολιτικός που ανήκει σε μια μικρή κλίκα που ελέγχει ένα πολιτικό κόμμα για ιδιωτικούς και όχι δημόσιους σκοπούς

    συνώνυμο:
  • πολιτικός μηχανών
  • ,
  • τακούνι
  • ,
  • πολιτικό τέχνασμα
  • ,
  • επιτίθεμαι

3. A mediocre and disdained writer

    synonym:
  • hack
  • ,
  • hack writer
  • ,
  • literary hack

3. Ένας μέτριος και περιφρονημένος συγγραφέας

    συνώνυμο:
  • επιτίθεμαι
  • ,
  • χάκερ συγγραφέας
  • ,
  • λογοτεχνικό χαρακτηριστικό

4. A tool (as a hoe or pick or mattock) used for breaking up the surface of the soil

    synonym:
  • hack

4. Ένα εργαλείο (αποτελείται από ένα σκεύος ή παραλαβή ή ματοκ) που χρησιμοποιείται για τη διάσπαση της επιφάνειας του εδάφους

    συνώνυμο:
  • επιτίθεμαι

5. A car driven by a person whose job is to take passengers where they want to go in exchange for money

    synonym:
  • cab
  • ,
  • hack
  • ,
  • taxi
  • ,
  • taxicab

5. Ένα αυτοκίνητο που οδηγείται από ένα άτομο του οποίου η δουλειά είναι να πάει τους επιβάτες όπου θέλουν να πάνε με χρήμα

    συνώνυμο:
  • ταξί
  • ,
  • επιτίθεμαι

6. An old or over-worked horse

    synonym:
  • hack
  • ,
  • jade
  • ,
  • nag
  • ,
  • plug

6. Ένα παλιό ή υπερβολικά εργασμένο άλογο

    συνώνυμο:
  • επιτίθεμαι
  • ,
  • τζαντ
  • ,
  • ναγκ
  • ,
  • βύσμα

7. A horse kept for hire

    synonym:
  • hack

7. Ένα άλογο που κρατήθηκε για ενοικίαση

    συνώνυμο:
  • επιτίθεμαι

8. A saddle horse used for transportation rather than sport etc.

    synonym:
  • hack

8. Ένα άλογο σέλας που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά και όχι για τον αθλητισμό κ.λπ.

    συνώνυμο:
  • επιτίθεμαι

verb

1. Cut with a hacking tool

    synonym:
  • chop
  • ,
  • hack

1. Κόψτε με ένα εργαλείο πειρατείας

    συνώνυμο:
  • κόβω
  • ,
  • επιτίθεμαι

2. Be able to manage or manage successfully

  • "I can't hack it anymore"
  • "She could not cut the long days in the office"
    synonym:
  • hack
  • ,
  • cut

2. Να είναι σε θέση να διαχειριστεί ή να διαχειριστεί με επιτυχία

  • "Δεν μπορώ να το χακάρω πια"
  • "Δεν μπορούσε να κόψει τις μεγάλες μέρες στο γραφείο"
    συνώνυμο:
  • επιτίθεμαι
  • ,
  • κόβω

3. Cut away

  • "He hacked his way through the forest"
    synonym:
  • hack

3. Κόβω

  • "Χαστούκισε το δρόμο του μέσα από το δάσος"
    συνώνυμο:
  • επιτίθεμαι

4. Kick on the arms

    synonym:
  • hack

4. Κλωτσιά στα χέρια

    συνώνυμο:
  • επιτίθεμαι

5. Kick on the shins

    synonym:
  • hack

5. Κλωτσήστε τις κνήμες

    συνώνυμο:
  • επιτίθεμαι

6. Fix a computer program piecemeal until it works

  • "I'm not very good at hacking but i'll give it my best"
    synonym:
  • hack
  • ,
  • hack on

6. Διορθώστε ένα πρόγραμμα υπολογιστή αποσπασματικό μέχρι να λειτουργήσει

  • "Δεν είμαι πολύ καλός στο να πειραχτώ, αλλά θα του δώσω το καλύτερο μου"
    συνώνυμο:
  • επιτίθεμαι

7. Significantly cut up a manuscript

    synonym:
  • hack
  • ,
  • cut up

7. Έκοψε σημαντικά ένα χειρόγραφο

    συνώνυμο:
  • επιτίθεμαι
  • ,
  • κόβω

8. Cough spasmodically

  • "The patient with emphysema is hacking all day"
    synonym:
  • hack
  • ,
  • whoop

8. Βήχας σπασμωδικά

  • "Ο ασθενής με εμφύσημα χαιρετά όλη την ημέρα"
    συνώνυμο:
  • επιτίθεμαι
  • ,
  • που