Translation meaning & definition of the word "habitual" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατοικία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Habitual
[Συνήθησ]/həbɪʧuəl/
adjective
1. Commonly used or practiced
- Usual
- "His accustomed thoroughness"
- "Took his customary morning walk"
- "His habitual comment"
- "With her wonted candor"
- synonym:
- accustomed ,
- customary ,
- habitual ,
- wonted(a)
1. Συνήθως χρησιμοποιημένος ή εξασκημένος
- Συνηθισμένος
- "Συνηθισμένη του λεπτομέρεια"
- "Πήρε το συνηθισμένο πρωινό του περίπατο"
- "Το συνηθισμένο σχόλιο"
- "Με την κερδισμένη ευγενική"
- συνώνυμο:
- συνηθισμένος ,
- συνήθησ ,
- κερδητη()