Translation meaning & definition of the word "habitat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατοικία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Habitat
[Οικοτάπητα]/hæbətæt/
noun
1. The type of environment in which an organism or group normally lives or occurs
- "A marine habitat"
- "He felt safe on his home grounds"
- synonym:
- habitat ,
- home ground
1. Το είδος του περιβάλλοντος στο οποίο ένας οργανισμός ή μια ομάδα συνήθως ζει ή εμφανίζεται
- "Θαλάσσιος βιότοπος"
- "Ένιωθε ασφαλής στους οικιακούς του λόγους"
- συνώνυμο:
- οικότοπος ,
- εγχώριο έδαφος