Translation meaning & definition of the word "habitable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατοικήσιμη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Habitable
[Κατοικήσιμοσ]/hæbətəbəl/
adjective
1. Fit for habitation
- "The habitable world"
- synonym:
- habitable ,
- inhabitable
1. Κατάλληλο για κατοικία
- "Ο κατοικήσιμος κόσμος"
- συνώνυμο:
- κατοικήσιμοσ