Translation meaning & definition of the word "habit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατοικία" στην ελληνική γλώσσα
Habit
[Συνήθεια]noun
1. An established custom
- "It was their habit to dine at 7 every evening"
- synonym:
- habit ,
- wont
1. Ένα καθιερωμένο έθιμο
- "Ήταν συνήθειά τους να δειπνούν στις 7 κάθε βράδυ"
- συνώνυμο:
- συνήθεια ,
- δεν θα
2. (psychology) an automatic pattern of behavior in reaction to a specific situation
- May be inherited or acquired through frequent repetition
- "Owls have nocturnal habits"
- "She had a habit twirling the ends of her hair"
- "Long use had hardened him to it"
- synonym:
- habit ,
- use
2. (ψυχολογία) ένα αυτόματο μοτίβο συμπεριφοράς σε αντίδραση σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
- Μπορεί να κληρονομηθεί ή να αποκτηθεί μέσω της συχνής επανάληψης
- "Τα κουκουβάγια έχουν νυχτερινές συνήθειες"
- "Είχε μια συνήθεια να στροβιλίζει τα άκρα των μαλλιών της"
- "Η μακροχρόνια χρήση τον είχε σκληρύνει"
- συνώνυμο:
- συνήθεια ,
- χρησιμοποιώ
3. A distinctive attire worn by a member of a religious order
- synonym:
- habit
3. Μια ξεχωριστή ενδυμασία που φοριέται από ένα μέλος μιας θρησκευτικής τάξης
- συνώνυμο:
- συνήθεια
4. The general form or mode of growth (especially of a plant or crystal)
- "A shrub of spreading habit"
- synonym:
- habit
4. Η γενική μορφή ή ο τρόπος ανάπτυξης (ιδιαίτερα ενός φυτού ή κρυσταλλικού )
- "Ένας θάμνος της εξάπλωσης της συνήθειας"
- συνώνυμο:
- συνήθεια
5. Attire that is typically worn by a horseback rider (especially a woman's attire)
- synonym:
- habit ,
- riding habit
5. Ενδυμασία που συνήθως φοριέται από έναν αναβάτη (ειδικά μιας γυναίκας ενδυμασία)
- συνώνυμο:
- συνήθεια ,
- συνήθεια οδήγησης
6. Excessive use of drugs
- synonym:
- substance abuse ,
- drug abuse ,
- habit
6. Υπερβολική χρήση ναρκωτικών
- συνώνυμο:
- κατάχρηση ουσιών ,
- κατάχρηση ναρκωτικών ,
- συνήθεια
verb
1. Put a habit on
- synonym:
- habit
1. Βάζω συνήθεια
- συνώνυμο:
- συνήθεια