Translation meaning & definition of the word "gynecologist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γυναικολόγος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gynecologist
[Γυναικολόγος]/gaɪnəkɑləʤəst/
noun
1. A specialist in gynecology
- synonym:
- gynecologist ,
- gynaecologist ,
- woman's doctor
1. Ένας ειδικός στη γυναικολογία
- συνώνυμο:
- γυναικολόγος ,
- ο γιατρός της γυναίκας
Examples of using
"Once is like never," implied the young lady. Yet the gynecologist implied: "twins."
"Μόλις είναι όπως ποτέ," υπονοούσε η νεαρή κοπέλα. Ωστόσο, ο γυναικολόγος υπονόησε: "δίδυμα."