Translation meaning & definition of the word "gymnastic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γυμναστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gymnastic
[Γυμναστικόσ]/ʤɪmnæstɪk/
adjective
1. Vigorously active
- "An acrobatic dance"
- "An athletic child"
- "Athletic playing"
- "Gymnastic exercises"
- synonym:
- acrobatic ,
- athletic ,
- gymnastic
1. Έντονα ενεργός
- "Ακροβατικός χορός"
- "Ένα αθλητικό παιδί"
- "Αθλητικό παιχνίδι"
- "Γυμναστικές ασκήσεις"
- συνώνυμο:
- ακροβατικόσ ,
- αθλητικός ,
- γυμναστικόσ
2. Of or relating to or used in exercises intended to develop strength and agility
- "Gymnastic horse"
- synonym:
- gymnastic
2. Από ή σχετίζονται ή χρησιμοποιούνται σε ασκήσεις που προορίζονται για την ανάπτυξη δύναμης και ευελιξίας
- "Γυμναστικό άλογο"
- συνώνυμο:
- γυμναστικόσ