Translation meaning & definition of the word "gymnast" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γυμνάστης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gymnast
[Γυμναστήριο]/ʤɪmnəst/
noun
1. An athlete who is skilled in gymnastics
- synonym:
- gymnast
1. Ένας αθλητής που είναι ειδικευμένος στη γυμναστική
- συνώνυμο:
- γυμναστής