Translation meaning & definition of the word "gym" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γυμναστήριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gym
[Γυμναστήριο]/ʤɪm/
noun
1. Athletic facility equipped for sports or physical training
- synonym:
- gymnasium ,
- gym
1. Αθλητική εγκατάσταση εξοπλισμένη για αθλητισμό ή φυσική κατάρτιση
- συνώνυμο:
- γυμνάσιο ,
- γυμναστήριο
Examples of using
I'm at the gym.
Είμαι στο γυμναστήριο.
I was in the gym.
Ήμουν στο γυμναστήριο.
I can't go to the gym tonight.
Δεν μπορώ να πάω στο γυμναστήριο απόψε.