Translation meaning & definition of the word "guzzler" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "καταφρονητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Guzzler
[Κατσαρόσ]/gəzlər/
noun
1. Someone who drinks heavily (especially alcoholic beverages)
- "He's a beer guzzler every night"
- synonym:
- guzzler
1. Κάποιος που πίνει βαριά (ειδικά αλκοολούχα ποτά)
- "Είναι ένας κυνηγός μπύρας κάθε βράδυ"
- συνώνυμο:
- ανατριχιαστήσ
2. A drinker who swallows large amounts greedily
- synonym:
- gulper ,
- guzzler
2. Ένας πότης που καταπίνει μεγάλες ποσότητες άπληστα
- συνώνυμο:
- παλλόμενοσ ,
- ανατριχιαστήσ