Translation meaning & definition of the word "gut" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "αύλακας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gut
[Κατακλύζω]/gət/
noun
1. The part of the alimentary canal between the stomach and the anus
- synonym:
- intestine ,
- bowel ,
- gut
1. Το τμήμα του διατροφικού καναλιού μεταξύ του στομάχου και του πρωκτού
- συνώνυμο:
- έντερο
2. A narrow channel or strait
- synonym:
- gut
2. Ένα στενό κανάλι ή στενό
- συνώνυμο:
- έντερο
3. A strong cord made from the intestines of sheep and used in surgery
- synonym:
- catgut ,
- gut
3. Ένα ισχυρό κορδόνι φτιαγμένο από τα έντερα των προβάτων και χρησιμοποιείται στη χειρουργική επέμβαση
- συνώνυμο:
- παραλία ,
- έντερο
verb
1. Empty completely
- Destroy the inside of
- "Gut the building"
- synonym:
- gut
1. Άδειο εντελώς
- Καταστρέψτε το εσωτερικό του
- "Ακολουθήστε το κτίριο"
- συνώνυμο:
- έντερο
2. Remove the guts of
- "Gut the sheep"
- synonym:
- gut
2. Αφαιρέστε τα κότσια του
- "Αλλά τα πρόβατα"
- συνώνυμο:
- έντερο