Translation meaning & definition of the word "gusty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκόνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gusty
[Καυτερός]/gəsti/
adjective
1. Blowing in puffs or short intermittent blasts
- "Puffy off-shore winds"
- "Gusty winds "
- synonym:
- gusty ,
- puffy
1. Φυσώντας στις εισπνοές ή τις σύντομες διαλείπουσες εκρήξεις
- "Κακοί άνεμοι εκτός της ξηράς"
- "Σκουριασμένοι άνεμοι "
- συνώνυμο:
- αποτυχημένοσ ,
- φουσκωμένοσ
Examples of using
The strong, gusty wind strived to strip the leaves off the trees.
Ο δυνατός και απειλητικός άνεμος προσπάθησε να απομακρύνει τα φύλλα από τα δέντρα.