Translation meaning & definition of the word "gusto" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γούστο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gusto
[Γκούστο]/gəstoʊ/
noun
1. Vigorous and enthusiastic enjoyment
- synonym:
- gusto ,
- relish ,
- zest ,
- zestfulness
1. Έντονη και ενθουσιώδης απόλαυση
- συνώνυμο:
- γκούστο ,
- απολαμβάνω ,
- ξύσμα ,
- ευφροσύνη