Translation meaning & definition of the word "gunman" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "όπλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gunman
[Γκούνμαν]/gənmən/
noun
1. A professional killer who uses a gun
- synonym:
- gunman ,
- gunslinger ,
- hired gun ,
- gun ,
- gun for hire ,
- triggerman ,
- hit man ,
- hitman ,
- torpedo ,
- shooter
1. Ένας επαγγελματίας δολοφόνος που χρησιμοποιεί όπλο
- συνώνυμο:
- πυροβολητήσ ,
- πιστολέρο ,
- προσωρινό όπλο ,
- όπλο ,
- όπλο για ενοικίαση ,
- τρίγγερμαν ,
- χτύπημα ,
- χίτμαν ,
- τορπίλη ,
- σκοπευτήσ
2. A person who shoots a gun (as regards their ability)
- synonym:
- gunman ,
- gun
2. Ένα άτομο που πυροβολεί ένα όπλο (ας αφορά την ικανότητά τους)
- συνώνυμο:
- πυροβολητήσ ,
- όπλο