Translation meaning & definition of the word "gun" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "όπλο" στην ελληνική γλώσσα
Gun
[Όπλο]noun
1. A weapon that discharges a missile at high velocity (especially from a metal tube or barrel)
- synonym:
- gun
1. Ένα όπλο που απορρίπτει έναν πύραυλο με υψηλή ταχύτητα (ειδικά από ένα μεταλλικό σωλήνα ή βαρε)
- συνώνυμο:
- όπλο
2. Large but transportable armament
- synonym:
- artillery ,
- heavy weapon ,
- gun ,
- ordnance
2. Μεγάλος αλλά μεταφερόμενος οπλισμός
- συνώνυμο:
- πυροβολικό ,
- βαρύ όπλο ,
- όπλο ,
- διάταγμα
3. A person who shoots a gun (as regards their ability)
- synonym:
- gunman ,
- gun
3. Ένα άτομο που πυροβολεί ένα όπλο (ας αφορά την ικανότητά τους)
- συνώνυμο:
- πυροβολητήσ ,
- όπλο
4. A professional killer who uses a gun
- synonym:
- gunman ,
- gunslinger ,
- hired gun ,
- gun ,
- gun for hire ,
- triggerman ,
- hit man ,
- hitman ,
- torpedo ,
- shooter
4. Ένας επαγγελματίας δολοφόνος που χρησιμοποιεί όπλο
- συνώνυμο:
- πυροβολητήσ ,
- πιστολέρο ,
- προσωρινό όπλο ,
- όπλο ,
- όπλο για ενοικίαση ,
- τρίγγερμαν ,
- χτύπημα ,
- χίτμαν ,
- τορπίλη ,
- σκοπευτήσ
5. A hand-operated pump that resembles a revolver
- Forces grease into parts of a machine
- synonym:
- grease-gun ,
- gun
5. Μια χειροκίνητη αντλία που μοιάζει με περίστροφο
- Αναγκάζει το λίπος σε μέρη μιας μηχανής
- συνώνυμο:
- λιπαρό όπλο ,
- όπλο
6. A pedal that controls the throttle valve
- "He stepped on the gas"
- synonym:
- accelerator ,
- accelerator pedal ,
- gas pedal ,
- gas ,
- throttle ,
- gun
6. Ένα πεντάλ που ελέγχει τη βαλβίδα του γκαζιού
- "Πάτησε πάνω στο αέριο"
- συνώνυμο:
- επιταχυντήσ ,
- πεντάλ επιταχυντή ,
- πεντάλ αερίου ,
- αέριο ,
- βάλτο ,
- όπλο
7. The discharge of a firearm as signal or as a salute in military ceremonies
- "Two runners started before the gun"
- "A twenty gun salute"
- synonym:
- gun
7. Η απαλλαγή ενός πυροβόλου όπλου ως σήμα ή ως χαιρετισμός σε στρατιωτικές τελετές
- "Δύο δρομείς ξεκίνησαν μπροστά στο όπλο"
- "Ένας χαιρετισμός είκοσι όπλων"
- συνώνυμο:
- όπλο
verb
1. Shoot with a gun
- synonym:
- gun
1. Πυροβολήστε με ένα όπλο
- συνώνυμο:
- όπλο