Translation meaning & definition of the word "gumption" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λεζάντα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gumption
[Συνωστισμόσ]/gəmpʃən/
noun
1. Sound practical judgment
- "Common sense is not so common"
- "He hasn't got the sense god gave little green apples"
- "Fortunately she had the good sense to run away"
- synonym:
- common sense ,
- good sense ,
- gumption ,
- horse sense ,
- sense ,
- mother wit
1. Απόφαση πρακτική
- "Η κοινή λογική δεν είναι τόσο κοινή"
- "Δεν έχει την αίσθηση ότι ο θεός έδωσε μικρά πράσινα μήλα"
- "Δυστυχώς είχε την καλή λογική να φύγει"
- συνώνυμο:
- κοινή λογική ,
- καλή λογική ,
- παραμόρφωση ,
- αίσθηση αλόγου ,
- αίσθηση ,
- μητέρα πνεύμα
2. Fortitude and determination
- "He didn't have the guts to try it"
- synonym:
- backbone ,
- grit ,
- guts ,
- moxie ,
- sand ,
- gumption
2. Ευθυμία και αποφασιστικότητα
- "Δεν είχε τα κότσια να το δοκιμάσει"
- συνώνυμο:
- σπονδυλική στήλη ,
- τρίξιμο ,
- κότσια ,
- μόξι ,
- άμμος ,
- παραμόρφωση