Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "gum" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γυμναστήριο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Gum

[Χαμό]
/gəm/

noun

1. A preparation (usually made of sweetened chicle) for chewing

    synonym:
  • chewing gum
  • ,
  • gum

1. Ένα παρασκεύασμα (συνήθως φτιαγμένο από γλυκαντικό για μάσημα

    συνώνυμο:
  • τσίχλα
  • ,
  • ούλο

2. The tissue (covered by mucous membrane) of the jaws that surrounds the bases of the teeth

    synonym:
  • gingiva
  • ,
  • gum

2. Ο ιστός (που καλύπτεται από βλεννογόνο μεμβράνη) των γνάθων που περιβάλλει τις βάσεις των δοντιών

    συνώνυμο:
  • γκινγκίβα
  • ,
  • ούλο

3. Any of various substances (soluble in water) that exude from certain plants

  • They are gelatinous when moist but harden on drying
    synonym:
  • gum

3. Οποιαδήποτε από τις διάφορες ουσίες (διαλυτό στο υδατ) που εκπέμπουν από ορισμένα φυτά

  • Είναι ζελατινώδη όταν είναι υγρά, αλλά σκληραίνουν στην ξήρανση
    συνώνυμο:
  • ούλο

4. Cement consisting of a sticky substance that is used as an adhesive

    synonym:
  • glue
  • ,
  • gum
  • ,
  • mucilage

4. Τσιμέντο που αποτελείται από μια κολλώδη ουσία που χρησιμοποιείται ως κόλλα

    συνώνυμο:
  • κόλλα
  • ,
  • ούλο
  • ,
  • βλεννογόνου

5. Wood or lumber from any of various gum trees especially the sweet gum

    synonym:
  • gumwood
  • ,
  • gum

5. Ξύλο ή ξυλεία από οποιοδήποτε από τα διάφορα δέντρα τσίχλας, ειδικά το γλυκό κόμμι

    συνώνυμο:
  • τσίχλα
  • ,
  • ούλο

6. Any of various trees of the genera eucalyptus or liquidambar or nyssa that are sources of gum

    synonym:
  • gum tree
  • ,
  • gum

6. Οποιοδήποτε από τα διάφορα δέντρα των γενών ευκάλυπτος ή ρευστιδαμπάρ ή νύσσα που είναι πηγές τσίχλας

    συνώνυμο:
  • τσίχλα
  • ,
  • ούλο

verb

1. Cover, fill, fix or smear with or as if with gum

  • "If you gum the tape it is stronger"
    synonym:
  • gum

1. Καλύψτε, συμπληρώστε, διορθώστε ή επιδιορθώστε με ή σαν με τσίχλα

  • "Εάν κολλήσετε την ταινία είναι πιο δυνατή"
    συνώνυμο:
  • ούλο

2. Grind with the gums

  • Chew without teeth and with great difficulty
  • "The old man had no teeth left and mumbled his food"
    synonym:
  • mumble
  • ,
  • gum

2. Αλέστε με τα ούλα

  • Μασήστε χωρίς δόντια και με μεγάλη δυσκολία
  • "Ο γέρος δεν είχε δόντια και μουρμούρισε το φαγητό του"
    συνώνυμο:
  • μουρμουρίζω
  • ,
  • ούλο

3. Become sticky

    synonym:
  • gum

3. Γίνομαι κολλώδης

    συνώνυμο:
  • ούλο

4. Exude or form gum

  • "These trees gum in the spring"
    synonym:
  • gum

4. Εκπλήσσει ή σχηματίζει τσίχλα

  • "Αυτά τα δέντρα τσιγκούνησαν την άνοιξη"
    συνώνυμο:
  • ούλο

Examples of using

Chewing gum is a sweet which is made of rubber.
Το μάσημα τσίχλας είναι ένα γλυκό που είναι κατασκευασμένο από καουτσούκ.
Tom is chewing bubble gum.
Ο Τομ είναι τσίχλα φυσαλίδων.
Do you have any gum?
Έχετε τσίχλα?