Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "gulp" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πηλός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Gulp

[Καταπίνω]
/gəlp/

noun

1. A large and hurried swallow

  • "He finished it at a single gulp"
    synonym:
  • gulp
  • ,
  • draft
  • ,
  • draught
  • ,
  • swig

1. Ένα μεγάλο και βιαστικό χελιδόνι

  • "Το τελείωσε σε ένα και μοναδικό βάτραχο"
    συνώνυμο:
  • παραπονιέμαι
  • ,
  • σχέδιο
  • ,
  • παρασύρω
  • ,
  • παραπαίω

2. A spasmodic reflex of the throat made as if in swallowing

    synonym:
  • gulp
  • ,
  • gulping

2. Ένα σπασμωδικό αντανακλαστικό του λαιμού γίνεται σαν να καταπίνεται

    συνώνυμο:
  • παραπονιέμαι

verb

1. To swallow hurriedly or greedily or in one draught

  • "The men gulped down their beers"
    synonym:
  • gulp
  • ,
  • quaff
  • ,
  • swig

1. Να καταπιεί βιαστικά ή άπληστα ή σε ένα έλκηθρο

  • "Οι άνδρες κατέβασαν τις μπύρες τους"
    συνώνυμο:
  • παραπονιέμαι
  • ,
  • παλιοσίδερο
  • ,
  • παραπαίω

2. Utter or make a noise, as when swallowing too quickly

  • "He gulped for help after choking on a big piece of meat"
    synonym:
  • gulp

2. Προφέρετε ή κάνετε θόρυβο, όπως κατά την κατάποση πολύ γρήγορα

  • "Γκίλασε για βοήθεια μετά από πνιγμό σε ένα μεγάλο κομμάτι κρέας"
    συνώνυμο:
  • παραπονιέμαι