Translation meaning & definition of the word "gulf" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θείος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gulf
[Κόλπος]/gəlf/
noun
1. An arm of a sea or ocean partly enclosed by land
- Larger than a bay
- synonym:
- gulf
1. Ένας βραχίονας μιας θάλασσας ή ενός ωκεανού που περικλείεται εν μέρει από τη γη
- Μεγαλύτερος από έναν κόλπο
- συνώνυμο:
- κόλπος
2. An unbridgeable disparity (as from a failure of understanding)
- "He felt a gulf between himself and his former friends"
- "There is a vast disconnect between public opinion and federal policy"
- synonym:
- gulf ,
- disconnect ,
- disconnection
2. Μια αγεφύρωτη ανισότητα (από την αποτυχία της κατανόησης)
- "Ένιωσε ένα χάσμα ανάμεσα στον εαυτό του και τους πρώην φίλους του"
- "Υπάρχει μια τεράστια αποσύνδεση μεταξύ της κοινής γνώμης και της ομοσπονδιακής πολιτικής"
- συνώνυμο:
- κόλπος ,
- αποσυνδέω ,
- αποσύνδεση
3. A deep wide chasm
- synonym:
- gulf
3. Ένα βαθύ ευρύ χάσμα
- συνώνυμο:
- κόλπος
Examples of using
A gulf divided him from them.
Ένας κόλπος τον χώρισε από αυτούς.