Translation meaning & definition of the word "gula" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γκούλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gula
[Γκούλα]/gjulə/
noun
1. The babylonian goddess of healing and consort of ninurta
- synonym:
- Gula
1. Η βαβυλωνιακή θεά της θεραπείας και της κοινοπραξίας της νινούρτα
- συνώνυμο:
- Γκούλα
2. Eating to excess (personified as one of the deadly sins)
- synonym:
- gluttony ,
- overeating ,
- gula
2. Τρώγοντας σε υπερβολικό (προσωποποιημένο ως ένα από τα θανατηφόρα αμαρτήματα)
- συνώνυμο:
- λαιμαργία ,
- υπερκατανάλωση ,
- γκόλα