Translation meaning & definition of the word "guise" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οδηγός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Guise
[Μαντέψτε]/gaɪz/
noun
1. An artful or simulated semblance
- "Under the guise of friendship he betrayed them"
- synonym:
- guise ,
- pretense ,
- pretence ,
- pretext
1. Μια τεχνητή ή προσομοιωμένη ομοιότητα
- "Υπό το πρόσχημα της φιλίας τους πρόδωσε"
- συνώνυμο:
- αποτυχία ,
- προσποιούμαι ,
- προσποίηση ,
- πρόσχημα