Translation meaning & definition of the word "guilt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενοχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Guilt
[Ενοχή]/gɪlt/
noun
1. The state of having committed an offense
- synonym:
- guilt ,
- guiltiness
1. Η κατάσταση της διέπραξης αδικήματος
- συνώνυμο:
- ενοχή
2. Remorse caused by feeling responsible for some offense
- synonym:
- guilt ,
- guilty conscience ,
- guilt feelings ,
- guilt trip
2. Τύψεις που προκαλούνται από το αίσθημα υπευθυνότητας για κάποιο αδίκημα
- συνώνυμο:
- ενοχή ,
- ένοχη συνείδηση ,
- συναισθήματα ενοχής ,
- ταξίδι ενοχής
Examples of using
We're all convinced of her guilt.
Είμαστε όλοι πεπεισμένοι για την ενοχή της.
She had a vague feeling of guilt.
Είχε ένα ασαφές αίσθημα ενοχής.
It doesn't matter whether she admits her guilt or not.
Δεν έχει σημασία αν παραδέχεται την ενοχή της ή όχι.