Translation meaning & definition of the word "guillotine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κιλοτίνα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Guillotine
[Γκιλοτίνη]/gɪlətin/
noun
1. Closure imposed on the debate of specific sections of a bill
- synonym:
- closure by compartment ,
- guillotine
1. Κλείσιμο που επιβάλλεται στη συζήτηση συγκεκριμένων τμημάτων ενός νομοσχεδίου
- συνώνυμο:
- κλείσιμο ανά διαμέρισμα ,
- γκιλοτίνα
2. Instrument of execution that consists of a weighted blade between two vertical poles
- Used for beheading people
- synonym:
- guillotine
2. Όργανο εκτέλεσης που αποτελείται από μια σταθμισμένη λεπίδα μεταξύ δύο κάθετων πόλων
- Χρησιμοποιείται για τον αποκεφαλισμό των ανθρώπων
- συνώνυμο:
- γκιλοτίνα
verb
1. Kill by cutting the head off with a guillotine
- "The french guillotined many vietnamese while they occupied the country"
- synonym:
- guillotine
1. Σκοτώστε κόβοντας το κεφάλι με μια γκιλοτίνα
- "Οι γάλλοι συνέτριψαν πολλούς βιετναμέζους ενώ κατέλαβαν τη χώρα"
- συνώνυμο:
- γκιλοτίνα