Translation meaning & definition of the word "guile" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευφυής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Guile
[Γκουίλ]/gaɪl/
noun
1. Shrewdness as demonstrated by being skilled in deception
- synonym:
- craft ,
- craftiness ,
- cunning ,
- foxiness ,
- guile ,
- slyness ,
- wiliness
1. Η εξαπάτηση όπως αποδεικνύεται με το να είναι κανείς ειδικευμένος στην εξαπάτηση
- συνώνυμο:
- σκάφος ,
- επιδεξιότητα ,
- πονηρόσ ,
- αλεπού ,
- γκουίλ ,
- πονηρία ,
- ευφυία
2. The quality of being crafty
- synonym:
- craftiness ,
- deceitfulness ,
- guile
2. Η ποιότητα του να είσαι πανούργος
- συνώνυμο:
- επιδεξιότητα ,
- απατηλότητα ,
- γκουίλ
3. The use of tricks to deceive someone (usually to extract money from them)
- synonym:
- trickery ,
- chicanery ,
- chicane ,
- guile ,
- wile ,
- shenanigan
3. Η χρήση των κόλπων για να εξαπατήσει κάποιον (συνήθως για να βγάλει χρήματα από αυτά)
- συνώνυμο:
- απατηλός ,
- τσιανουά ,
- σικάνιο ,
- γκουίλ ,
- πειράζω ,
- σενανίγκαν