Translation meaning & definition of the word "guild" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "συνοδεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Guild
[Συντεχνία]/gɪld/
noun
1. A formal association of people with similar interests
- "He joined a golf club"
- "They formed a small lunch society"
- "Men from the fraternal order will staff the soup kitchen today"
- synonym:
- club ,
- social club ,
- society ,
- guild ,
- gild ,
- lodge ,
- order
1. Επίσημη ένωση ατόμων με παρόμοια συμφέροντα
- "Εντάχθηκε σε ένα γκολφ κλαμπ"
- "Σχημάτισαν μια μικρή κοινωνία μεσημεριανού γεύματος"
- "Οι άνδρες από την αδελφική τάξη θα στελεχώνουν την κουζίνα σούπας σήμερα"
- συνώνυμο:
- λέσχη ,
- κοινωνικός σύλλογος ,
- κοινωνία ,
- συντεχνία ,
- επιχρυσωμένοσ ,
- ενοικιάζω ,
- παραγγελία