Translation meaning & definition of the word "guidepost" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οδηγός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Guidepost
[Οδηγός]/gaɪdpoʊst/
noun
1. A rule or principle that provides guidance to appropriate behavior
- synonym:
- guidepost ,
- guideline ,
- rule of thumb
1. Ένας κανόνας ή μια αρχή που παρέχει καθοδήγηση για την κατάλληλη συμπεριφορά
- συνώνυμο:
- οδηγός ,
- κατευθυντήρια γραμμή ,
- κανόνας του αντίχειρα
2. A post bearing a sign that gives directions or shows the way
- synonym:
- signpost ,
- guidepost
2. Μια δημοσίευση που φέρει ένα σημάδι που δίνει οδηγίες ή δείχνει το δρόμο
- συνώνυμο:
- πινακίδα ,
- οδηγός