Translation meaning & definition of the word "guide" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οδηγός" στην ελληνική γλώσσα
Guide
[Οδηγός]noun
1. Someone employed to conduct others
- synonym:
- usher ,
- guide
1. Κάποιος που εργάζεται για να συμπεριφέρεται σε άλλους
- συνώνυμο:
- επιθυμών ,
- οδηγός
2. Someone who shows the way by leading or advising
- synonym:
- guide
2. Κάποιος που δείχνει το δρόμο οδηγώντας ή συμβουλεύοντας
- συνώνυμο:
- οδηγός
3. Something that offers basic information or instruction
- synonym:
- guidebook ,
- guide
3. Κάτι που προσφέρει βασικές πληροφορίες ή οδηγίες
- συνώνυμο:
- οδηγός
4. A model or standard for making comparisons
- synonym:
- template ,
- templet ,
- guide
4. Ένα μοντέλο ή πρότυπο για την πραγματοποίηση συγκρίσεων
- συνώνυμο:
- πρότυπο ,
- ναός ,
- οδηγός
5. Someone who can find paths through unexplored territory
- synonym:
- scout ,
- pathfinder ,
- guide
5. Κάποιος που μπορεί να βρει μονοπάτια μέσα από ανεξερεύνητη περιοχή
- συνώνυμο:
- ανιχνευτήσ ,
- πρωτοπόρος ,
- οδηγός
6. A structure or marking that serves to direct the motion or positioning of something
- synonym:
- guide
6. Μια δομή ή σήμανση που χρησιμεύει για να κατευθύνει την κίνηση ή την τοποθέτηση κάποιου πράγματος
- συνώνυμο:
- οδηγός
verb
1. Direct the course
- Determine the direction of travelling
- synonym:
- steer ,
- maneuver ,
- manoeuver ,
- manoeuvre ,
- direct ,
- point ,
- head ,
- guide ,
- channelize ,
- channelise
1. Κατευθύνετε το μάθημα
- Προσδιορίστε την κατεύθυνση του ταξιδιού
- συνώνυμο:
- πηδαλιούχοσ ,
- ελιγμός ,
- επανδρωτήσ ,
- ελιγμοί ,
- άμεσος ,
- σημείο ,
- κεφαλή ,
- οδηγός ,
- διοχετεύω
2. Take somebody somewhere
- "We lead him to our chief"
- "Can you take me to the main entrance?"
- "He conducted us to the palace"
- synonym:
- lead ,
- take ,
- direct ,
- conduct ,
- guide
2. Πάρε κάποιον κάπου
- "Τον οδηγούμε στον αρχηγό μας"
- "Μπορείτε να με πάτε στην κύρια είσοδο?"
- "Μας οδήγησε στο παλάτι"
- συνώνυμο:
- οδηγώ ,
- παίρνω ,
- άμεσος ,
- διεξάγω ,
- οδηγός
3. Be a guiding or motivating force or drive
- "The teacher steered the gifted students towards the more challenging courses"
- synonym:
- guide ,
- steer
3. Να είστε μια καθοδηγητική δύναμη ή κίνητρο
- "Ο δάσκαλος οδήγησε τους προικισμένους μαθητές προς τα πιο δύσκολα μαθήματα"
- συνώνυμο:
- οδηγός ,
- πηδαλιούχοσ
4. Use as a guide
- "They had the lights to guide on"
- synonym:
- guide ,
- guide on
4. Χρησιμοποιήστε ως οδηγό
- "Είχαν τα φώτα να καθοδηγήσουν"
- συνώνυμο:
- οδηγός
5. Pass over, across, or through
- "He ran his eyes over her body"
- "She ran her fingers along the carved figurine"
- "He drew her hair through his fingers"
- synonym:
- guide ,
- run ,
- draw ,
- pass
5. Περάστε, απέναντι, ή μέσα
- "Έτρεξε τα μάτια του πάνω από το σώμα της"
- "Έτρεξε τα δάχτυλά της κατά μήκος του σκαλιστού ειδωλίου"
- "Τράβηξε τα μαλλιά της μέσα από τα δάχτυλά του"
- συνώνυμο:
- οδηγός ,
- τρέχω ,
- παίρνω ,
- περνώ