Translation meaning & definition of the word "guess" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "μαντεύω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Guess
[Μαντέψτε]/gɛs/
noun
1. A message expressing an opinion based on incomplete evidence
- synonym:
- guess ,
- conjecture ,
- supposition ,
- surmise ,
- surmisal ,
- speculation ,
- hypothesis
1. Μήνυμα που εκφράζει γνώμη βασισμένη σε ελλιπή στοιχεία
- συνώνυμο:
- μαντεύω ,
- εικασία ,
- υπόθεση ,
- υποθέτω ,
- υπερβολική ,
- εικασίεσ
2. An estimate based on little or no information
- synonym:
- guess ,
- guesswork ,
- guessing ,
- shot ,
- dead reckoning
2. Μια εκτίμηση που βασίζεται σε ελάχιστες ή καθόλου πληροφορίες
- συνώνυμο:
- μαντεύω ,
- εικασίεσ ,
- μαντεύοντας ,
- πυροβολισμός ,
- νεκρός απολογισμός
verb
1. Expect, believe, or suppose
- "I imagine she earned a lot of money with her new novel"
- "I thought to find her in a bad state"
- "He didn't think to find her in the kitchen"
- "I guess she is angry at me for standing her up"
- synonym:
- think ,
- opine ,
- suppose ,
- imagine ,
- reckon ,
- guess
1. Περιμένετε, πιστέψτε ή υποθέστε
- "Φαντάζομαι ότι κέρδισε πολλά χρήματα με το νέο της μυθιστόρημα"
- "Σκέφτηκα να τη βρω σε κακή κατάσταση"
- "Δεν σκέφτηκε να τη βρει στην κουζίνα"
- "Υποθέτω ότι είναι θυμωμένη μαζί μου που την σηκώνω"
- συνώνυμο:
- σκέψου ,
- opine ,
- υποθέτω ,
- φαντάζομαι ,
- υπολογίζω ,
- μαντεύω
2. Put forward, of a guess, in spite of possible refutation
- "I am guessing that the price of real estate will rise again"
- "I cannot pretend to say that you are wrong"
- synonym:
- guess ,
- venture ,
- pretend ,
- hazard
2. Προβάλλεται, μιας εικασίας, παρά την πιθανή διάψευση
- "Υποθέτω ότι η τιμή της ακίνητης περιουσίας θα αυξηθεί ξανά"
- "Δεν μπορώ να προσποιηθώ ότι κάνεις λάθος"
- συνώνυμο:
- μαντεύω ,
- εγχείρημα ,
- προσποιούμαι ,
- κίνδυνος
3. Judge tentatively or form an estimate of (quantities or time)
- "I estimate this chicken to weigh three pounds"
- synonym:
- estimate ,
- gauge ,
- approximate ,
- guess ,
- judge
3. Κρίνετε δοκιμαστικά ή σχηματίστε μια εκτίμηση (ποσότητες ή χρόνος)
- "Υπολογίζω αυτό το κοτόπουλο να ζυγίζει τρία κιλά"
- συνώνυμο:
- εκτίμηση ,
- μετρητής ,
- κατά προσέγγιση ,
- μαντεύω ,
- δικαστής
4. Guess correctly
- Solve by guessing
- "He guessed the right number of beans in the jar and won the prize"
- synonym:
- guess ,
- infer
4. Μάντεψε σωστά
- Λύστε μαντεύοντας
- "Μάντεψε τον σωστό αριθμό φασολιών στο βάζο και κέρδισε το βραβείο"
- συνώνυμο:
- μαντεύω ,
- συμπεραίνω
Examples of using
That's a safe guess.
Αυτό είναι μια ασφαλής εικασία.
"How soon can you land?" "I can't tell." "You can tell me. I'm a doctor." "No, I mean I'm just not sure!" "Can't you take a guess?" "Well, not for another two hours." "You can't take a guess for another two hours?"
"Πόσο σύντομα μπορείς να προσγειωθείς;" "Δεν μπορώ να πω." "Μπορείς να μου πεις. Είμαι γιατρός." "Όχι, εννοώ ότι απλά δεν είμαι σίγουρος!" "Δεν μπορείς να μαντέψεις;" "Λοιπόν, όχι για άλλες δύο ώρε." "Δεν αντέχεις μια εικασία για άλλες δύο ώρες;"
I couldn't make myself clear enough I guess.
Δεν μπορούσα να ξεκαθαρίσω αρκετά υποθέτω.