Translation meaning & definition of the word "guerrilla" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κηδεμόνας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Guerrilla
[Αντάρτησ]/gərɪlə/
noun
1. A member of an irregular armed force that fights a stronger force by sabotage and harassment
- synonym:
- guerrilla ,
- guerilla ,
- irregular ,
- insurgent
1. Είναι μέλος μιας παράτυπης ένοπλης δύναμης που καταπολεμά μια ισχυρότερη δύναμη με σαμποτάζ και παρενόχληση
- συνώνυμο:
- αντάρτικο ,
- αντάρτικα ,
- ακανόνιστοσ ,
- αντάρτησ