Translation meaning & definition of the word "guardrail" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φρουρά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Guardrail
[Φύλακασ]/gɑrdrel/
noun
1. A railing placed alongside a stairway or road for safety
- synonym:
- safety rail ,
- guardrail
1. Ένα κιγκλίδωμα τοποθετημένο δίπλα σε μια σκάλα ή δρόμο για την ασφάλεια
- συνώνυμο:
- ράγα ασφαλείας ,
- προστατευτικό κιγκλίδωμα