Translation meaning & definition of the word "guarani" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γκουαράνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Guarani
[Γκουαράνι]/gwɑrəni/
noun
1. The basic unit of money in paraguay
- Equal to 100 centimos
- synonym:
- guarani
1. Η βασική μονάδα χρήματος στην παραγουάη
- Ίσο με 100 σεντίμος
- συνώνυμο:
- γκουαράνι
2. A member of the south american people living in paraguay and bolivia
- synonym:
- Guarani
2. Μέλος του λαού της νότιας αμερικής που ζει στην παραγουάη και τη βολιβία
- συνώνυμο:
- Γκουαράνι
3. The language spoken by the guarani of paraguay and bolivia
- synonym:
- Guarani
3. Η γλώσσα που ομιλείται από τους γκουαρανούς της παραγουάης και της βολιβίας
- συνώνυμο:
- Γκουαράνι