Translation meaning & definition of the word "guano" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γκουάνο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Guano
[Γκουάνο]/gwɑnoʊ/
noun
1. The excrement of sea birds
- Used as fertilizer
- synonym:
- guano
1. Τα περιττώματα των θαλάσσιων πτηνών
- Χρησιμοποιείται ως λίπασμα
- συνώνυμο:
- γκουάνο