Translation meaning & definition of the word "grunt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελληνικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grunt
[Γκριν]/grənt/
noun
1. The short low gruff noise of the kind made by hogs
- synonym:
- grunt ,
- oink
1. Ο σύντομος χαμηλός θόρυβος του είδους που γίνεται από τα γουρούνια
- συνώνυμο:
- γκρυντ ,
- ουνκ
2. An unskilled or low-ranking soldier or other worker
- "Infantrymen in vietnam were called grunts"
- "He went from grunt to chairman in six years"
- synonym:
- grunt
2. Ανειδίκευτος ή χαμηλόβαθμος στρατιώτης ή άλλος εργαζόμενος
- "Οι παιδιά στο βιετνάμ ονομάζονταν γρυντικά"
- "Πήγε από την προεδρία σε έξι χρόνια"
- συνώνυμο:
- γκρυντ
3. Medium-sized tropical marine food fishes that utter grunting sounds when caught
- synonym:
- grunt
3. Μεσαίου μεγέθους τροπικά ψάρια θαλάσσιων τροφίμων που εκφράζουν ήχους όταν πιάνονται
- συνώνυμο:
- γκρυντ
verb
1. Issue a grunting, low, animal-like noise
- "He grunted his reluctant approval"
- synonym:
- grunt
1. Εκδώστε έναν χαμηλό, ζωώδη θόρυβο
- "Καταβρόχθισε την απρόθυμη έγκρισή του"
- συνώνυμο:
- γκρυντ