Translation meaning & definition of the word "grumpy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαργαριτάρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grumpy
[Γκρινιάρησ]/grəmpi/
adjective
1. Annoyed and irritable
- synonym:
- crabbed ,
- crabby ,
- cross ,
- fussy ,
- grouchy ,
- grumpy ,
- bad-tempered ,
- ill-tempered
1. Ενοχλημένος και ευερέθιστος
- συνώνυμο:
- καβουρδισμένα ,
- παραλία ,
- σταυρώνω ,
- ανήσυχοσ ,
- ανατριχιαστικός ,
- γκρινιάρησ ,
- ανακριβήσ ,
- ανεπαίσθητοσ
Examples of using
He's a grumpy old man.
Είναι ένας γκρινιάρης γέρος.
Why does he look grumpy?
Γιατί φαίνεται γκρινιάρης?