Translation meaning & definition of the word "grump" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετάβαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grump
[Γκρινιάζω]/grəmp/
noun
1. A bad-tempered person
- synonym:
- grouch ,
- grump ,
- crank ,
- churl ,
- crosspatch
1. Ένας κακός άνθρωπος
- συνώνυμο:
- παλλόμενοσ ,
- γκριλ ,
- στρόφαλοσ ,
- τσουρλ ,
- παρτίδα