Translation meaning & definition of the word "grumble" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τυμπανισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grumble
[Γκρινιάζω]/grəmbəl/
noun
1. A loud low dull continuous noise
- "They heard the rumbling of thunder"
- synonym:
- rumble ,
- rumbling ,
- grumble ,
- grumbling
1. Ένας δυνατός χαμηλός θαμπός συνεχής θόρυβος
- "Άκουσαν το βροντή τους"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- παραλύω ,
- γκρινιάζω ,
- γκρίνια
2. A complaint uttered in a low and indistinct tone
- synonym:
- grumble ,
- grumbling ,
- murmur ,
- murmuring ,
- mutter ,
- muttering
2. Ένα παράπονο που εκφράζεται με χαμηλό και δυσδιάκριτο τόνο
- συνώνυμο:
- γκρινιάζω ,
- γκρίνια ,
- μουρμουρίζω ,
- μουρμουρίζει ,
- παλαίμαχοσ ,
- παλινδρομεί
verb
1. Show one's unhappiness or critical attitude
- "He scolded about anything that he thought was wrong"
- "We grumbled about the increased work load"
- synonym:
- grouch ,
- grumble ,
- scold
1. Δείξτε τη δυστυχία ή την κριτική στάση
- "Επέπληξε για οτιδήποτε πίστευε ότι ήταν λάθος"
- "Σχεδιάσαμε για το αυξημένο φορτίο εργασίας"
- συνώνυμο:
- παλλόμενοσ ,
- γκρινιάζω ,
- επιπλήττω
2. Make complaining remarks or noises under one's breath
- "She grumbles when she feels overworked"
- synonym:
- murmur ,
- mutter ,
- grumble ,
- croak ,
- gnarl
2. Κάντε παράπονα ή θορύβους κάτω από την αναπνοή σας
- "Αυτή γκρινιάζει όταν αισθάνεται υπερβολικά δουλεμένη"
- συνώνυμο:
- μουρμουρίζω ,
- παλαίμαχοσ ,
- γκρινιάζω ,
- κρουασάν ,
- γκναρλ
3. To utter or emit low dull rumbling sounds
- "He grumbled a rude response"
- "Stones grumbled down the cliff"
- synonym:
- grumble ,
- growl ,
- rumble
3. Για να εκφράσει ή να εκπέμπει χαμηλούς θαμπούς ήχους
- "Μπέρδεψε μια αγενή απάντηση"
- "Οι πέτρες γκρίνιαξαν κάτω από το γκρεμό"
- συνώνυμο:
- γκρινιάζω ,
- γουίλ ,
- περιπλανώμαι
4. Make a low noise
- "Rumbling thunder"
- synonym:
- rumble ,
- grumble
4. Κάντε χαμηλό θόρυβο
- "Τρεμάμενη βροντή"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- γκρινιάζω