Translation meaning & definition of the word "gruff" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιτυρίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gruff
[Πιτυρίδα]/grəf/
adjective
1. Brusque and surly and forbidding
- "Crusty remarks"
- "A crusty old man"
- "His curmudgeonly temper"
- "Gruff manner"
- "A gruff reply"
- synonym:
- crusty ,
- curmudgeonly ,
- gruff ,
- ill-humored ,
- ill-humoured
1. Βραχνός και επιπόλαιος και απαγορευτικός
- "Εμπιστευτικές παρατηρήσεις"
- "Ένας φολιδωτός γέρος"
- "Η ψυχραιμία του"
- "Πιτυχημένος τρόπος"
- "Μια πιτυχημένη απάντηση"
- συνώνυμο:
- φολιδωτόσ ,
- αποκλειστικά ,
- τραχύσ ,
- ατίμητοσ ,
- ατίμωτοσ
2. Deep and harsh sounding as if from shouting or illness or emotion
- "Gruff voices"
- "The dog's gruff barking"
- "Hoarse cries"
- "Makes all the instruments sound powerful but husky"- virgil thomson
- synonym:
- gruff ,
- hoarse ,
- husky
2. Βαθιά και σκληρά ακούγονται σαν από φωνές ή ασθένεια ή συναίσθημα
- "Πιτυχημένες φωνές"
- "Το γάβγισμα του σκύλου"
- "Αραιές κραυγές"
- "Κάνει όλα τα όργανα να ακούγονται δυνατά αλλά χοντρά" - βιρτζίλ τόμσον
- συνώνυμο:
- τραχύσ ,
- βραχνός ,
- χουσεΐνη
Examples of using
Tom shouted at us in a gruff voice.
Ο Τομ μας φώναξε με μια φωνή από πιτυρίδα.