Translation meaning & definition of the word "grueling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξαντλητικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grueling
[Εξαντλητικός]/gruɪlɪŋ/
adjective
1. Characterized by effort to the point of exhaustion
- Especially physical effort
- "Worked their arduous way up the mining valley"
- "A grueling campaign"
- "Hard labor"
- "Heavy work"
- "Heavy going"
- "Spent many laborious hours on the project"
- "Set a punishing pace"
- synonym:
- arduous ,
- backbreaking ,
- grueling ,
- gruelling ,
- hard ,
- heavy ,
- laborious ,
- operose ,
- punishing ,
- toilsome
1. Χαρακτηρίζεται από προσπάθεια μέχρι το σημείο εξάντλησης
- Ιδιαίτερα σωματική προσπάθεια
- "Λειτούργησε τον επίπονο δρόμο τους μέχρι την κοιλάδα εξόρυξης"
- "Εξαντλητική εκστρατεία"
- "Σκληρή εργασία"
- "Βαριά δουλειά"
- "Βαριά πηγαίνει"
- "Πέρασε πολλές επίπονες ώρες στο έργο"
- "Θέστε ένα ρυθμό τιμωρίας"
- συνώνυμο:
- επίπονοσ ,
- παραπλανητικόσ ,
- εξαντλητικός ,
- εξαντλητικόσ ,
- σκληρός ,
- βαρύς ,
- λειτουργεί ,
- τιμωρία ,
- επιτήδειοσ